-
1 υοσκύαμος
-
2 ὑοσκύαμος
-
3 ὑοσκύαμος
A henbane, Hyoscyamus niger, Hp. Morb.2.43, X.Oec.1.13, Dsc.4.68, POxy.1088.39 (i A.D.), Plu.Demetr. 20, Sor.2.41, PHolm.21.12, 25.5; other varieties, ὑ. μηλινοειδής, H. aureus, ὑ. λευκός, H. albus, Dsc. l.c.: also [full] ὑοσκύεμος, PMag.Osl. 1.327.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑοσκύαμος
-
4 συμφωνιακός
A of or for a choir: pueri symphoniaci, singing boys, Cic.Mil.21.55.II ἡ -κή, a variety of ὑοσκύαμος, Pall.Agr.11.12.8, Apul.Herb.4;ὑοσκύαμος -κή Hippiatr.22
; cf.σύμφωνος 111
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμφωνιακός
-
5 υοσκυάμου
-
6 ὑοσκυάμου
-
7 υοσκυάμους
-
8 ὑοσκυάμους
-
9 υοσκυάμω
-
10 ὑοσκυάμῳ
-
11 υοσκύαμον
-
12 ὑοσκύαμον
-
13 πυθώνιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυθώνιον
-
14 ἀταῖος
-
15 ἄτομος
ἄτομος, ον,A uncut, unmown, ;ἄ. πώγωνος βάθη Ephipp.14.7
;ἄ. λίβανος
in lumps,Dsc.
1.68.1; ἄτομον, τό, = ὑοσκύαμος, dub. in Ps.-Dsc.4.68 (cf. ἀταῖος).2 Gramm., of words, not compound, D.H.Th.22.II that cannot be cut, indivisible, , cf. LI 968a1; ; esp. of particles of matter, ἐτεῇ ἄτομα (sc. σώματα)καὶ κενόν Democr.9
, 125, cf. Arist.de An. 404a2, Metaph. 1039a10; in full,ἄ. σώματα Id.Cael. 303a21
, Epicur.Nat.14Fr.5: sg., ἄτομόν ἐστι σῶμα στερεόν .. Id.p.129.24 U.; alsoἄ. φύσεις Democr.
ap. Diog.Oen.5, Epicur.Ep.1p.7U.; ἄτομοι, αἱ, ib.p.14 U.,al., Phld.Sign.5,al., Alciphr.1.34.2 of Time,οὐχ οἷόν τε εἰς ἀ. χρόνους διαιρεῖσθαι τὸν χρόνον Arist.Ph. 263b27
;κατ' ἄ. χρόνον Id.Sens. 447b18
; ἐν ἀτόμῳ in a moment, Id.Ph. 236a6, 1 Ep.Cor.15.52;ἐν ἀ. ὀργῆς Sm.Is.54.8
.b metaph., infinitely small,διαφοραί Plu.Phoc.3
.III in Logic, individual, of terms, Pl.Sph. 229d; of the εἶδος, Arist.Metaph. 1034a8, de An. 414b27.
См. также в других словарях:
ὑοσκύαμος — henbane masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υοσκύαμος — ο / ὑοσκύαμος, ΝΑ, και ὑοσκύεμος, Α γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σολανίδες τής τάξης σκροφουλαριώδη και στο οποίο ανήκουν τριχωτά, βαρύοσμα και, συχνά, πολύ τοξικά … Dictionary of Greek
ὑοσκυάμου — ὑοσκύαμος henbane masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑοσκυάμους — ὑοσκύαμος henbane masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑοσκυάμῳ — ὑοσκύαμος henbane masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑοσκύαμον — ὑοσκύαμος henbane masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συοσκύαμος — ὁ, Α πιθ. το φυτό υοσκύαμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για άλλο τ. τής λ. ὑοσκύαμος* κατ επίδραση πιθ. τού τ. σῦς] … Dictionary of Greek
υοσκυάμινος — ίνη, ον, Α [ὑοσκύαμος] αυτός που λαμβάνεται από το φυτό υοσκύαμος … Dictionary of Greek
Jusquiame — Hyoscyamus Jusquiame noire … Wikipédia en Français
δαιμοναριά — η (Μ δαιμονιαρέα) η κοινή ονομασία τού φυτού υοσκύαμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δαιμονιαρέα, θηλυκό τού δαιμονιάριος (πρβλ. βρομιαρέα, περβολαρέα) σχηματίστηκε αναλογικά προς τα θηλυκά σε έα τών επιθέτων σε ύς (πρβλ. βαρύς βαρέα, βαθύς βαθέα)] … Dictionary of Greek
δηλητήριο — Ουσία ικανή, ακόμη και σε πολύ μικρή ποσότητα, να επιφέρει τον θάνατο ενός ατόμου. Υπό ευρύτερη έννοια, δ. καλείται κάθε ουσία ικανή να προκαλέσει μια παθολογική κατάσταση στο άτομο, κατά την οποία οι οργανικοί ιστοί μπορεί να υποστούν πρόσκαιρες … Dictionary of Greek